- τριακοστόπεμπτος
- -ον, ΜΑο τριακοστός πέμπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + πέμπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριακοστόπεμπτον — τριακοστόπεμπτος thirty fifth masc/fem acc sg τριακοστόπεμπτος thirty fifth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοστοπέμπτων — τριακοστόπεμπτος thirty fifth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοστόπεμπτα — τριακοστόπεμπτος thirty fifth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)